- ξεθεώνω
- ξεθεώνω, ξεθέωσα βλ. πίν. 3
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ξεθεώνω — υποβάλλω κάποιον σε μεγάλη κούραση, καταπονώ, εξαντλώ, βασανίζω («μάς ξεθέωσε στη γυμναστική»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐξ εθέωσα, αόρ. τού ἐκθεῶ (βλ. και λ. ξ[ε] )] … Dictionary of Greek
ξεθεώνω — ξεθέωσα, ξεθεώθηκα, ξεθεωμένος, καταπονώ, ταλαιπωρώ κάποιον, του βγάζω την ψυχή: Με ξεθέωσε με τη φλυαρία του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεθεωτικός — ή, ό [ξεθεώνω] ο υπερβολικά κουραστικός, βασανιστικός, εξοντωτικός … Dictionary of Greek
ξεπατώνω — 1. αφαιρώ ή φθείρω τον πυθμένα, τον πάτο ενός αντικειμένου («ξεπάτωσες τον κουβά») 2. αφαιρώ το πάτωμα, ιδίως το ξύλινο δάπεδο 3. εξαντλώ τις σωματικές ή πνευματικές δυνάμεις κάποιου, ξεθεώνω 4. αφανίζω, εξολοθρεύω, ξεκληρίζω 5. μέσ. ξεπατώνομαι… … Dictionary of Greek
ξεθέωμα — το, ατος 1. η πράξη και το αποτέλεσμα του ξεθεώνω, καταπόνηση, υπερβολική ταλαιπωρία. 2. ως βρισιά, αδύνατος, καχεκτικός: Άι να χαθείς, ξεθέωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)